09 Μαΐου, 2018

Ὁ Ἅγιος Χριστοφόρος ὁ Μεγαλομάρτυρας

Φωτογραφία του χρήστη 'Ομορφες εικόνες.

Ὅ­που ἡ χά­ρις τοῦ Θε­οῦ ἐ­πεμ­βαί­νει καί ἐ­πι­σκιά­ζει, ἐ­κεῖ ἀλ­λά­ζουν τά πάν­τα. Ἀ­γρί­ους ἀν­θρώ­πους τούς με­τα­βάλ­λει σέ ἁ­γί­ους καί κα­κούρ­γους τούς με­τα­ποι­εῖ σέ θαυ­μα­στούς κοι­νω­νι­κούς ἐρ­γά­τες. Ἕ­να ἀ­πό τά πολ­λά τέτοι­α πα­ρα­δείγ­μα­τα εἶ­ναι καί ὁ Μάρ­τυς Χρι­στό­φο­ρος.

Τό ὄ­νο­μά του ἀρ­χι­κά ἦ­ταν Ρέ­προ­βος, ἐ­νῶ ἡ ὄ­ψη του φο­βε­ρά ἄ­σχη­μη, γι’ αὐ­τό καί τόν πα­ρου­σιά­ζουν ὡς κυ­νό­μορ­φο. Ἀ­νῆ­κε σέ φυ­λή ἀν­θρω­πο­φά­γων, ἦ­ταν πά­ρα πο­λύ ψη­λός μέ ἀ­κα­τά­βλη­τη μυι­κή δύ­να­μη. Ὅ­μως στόν δύ­σμορ­φο αὐ­τόν ἄν­δρα, τόν βάρ­βα­ρο, κα­τοι­κοῦ­σε μιά ψυ­χή δε­κτι­κή της θεί­ας Χά­ρι­τος, ὅ­πως ἀ­πέ­δει­ξαν τά πε­ρι­στα­τι­κά στή συ­νέ­χεια.

Ἦ­ταν τό­τε ἡ ἐ­πο­χή τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρος Δε­κί­ου (249 – 251 μ.Χ.) καί σέ μί­α ἐκ­στρα­τεί­α τούς οἱ Ρω­μαῖ­οι στρα­τι­ῶ­τες αἰχ­μα­λώ­τευ­σαν καί τόν Ρέ­προ­βο. Στήν αἰχ­μα­λω­σί­α του μά­λι­στα, κα­θώς ἀ­να­στρε­φό­ταν μέ ἄλ­λου εἴ­δους ἀν­θρώ­πους, δέ­χθη­κε τήν ἐ­πί­δρα­ση τοῦ ρω­μα­ϊ­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ. Ἀ­να­δεί­χθη­κε ὅ­μως πο­λύ ἀ­νώ­τε­ρος ἀ­πό τούς κυ­ρί­ους του πού τόν αἰχ­μα­λώ­τευ­σαν. Δοῦ­λος αὐ­τός τώ­ρα καί πα­λιός ἀν­θρω­πο­φά­γος, ἔ­κρυ­βε μέ­σα του «σπλάγ­χνα οἰ­κτιρ­μοῦ» καί δέν ἀ­νε­χό­ταν νά βλέ­πει τούς κυ­ρί­ους του Ρω­μαί­ους, πο­λι­τι­σμέ­νους δῆ­θεν, μέ τά ἄ­γριά τους καί ἀν­θρω­πο­κτό­να αἰ­σθή­μα­τα νά ἀ­δι­κοῦν τούς Χρι­στια­νούς καί νά τούς ὑ­πο­βάλ­λουν χω­ρίς αἰ­τί­α στά γνω­στά βα­σα­νι­στή­ρια. Αὐ­τός συμ­πα­θοῦ­σε τούς εἰ­ρη­νι­κούς Χρι­στια­νούς καί τούς ὑ­πε­ρά­σπι­ζε ὅσο μποροῦσε. Πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο, πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε τή ζω­ή τους, ἔ­βλε­πε τήν δι­α­φο­ρά τῆς ἀ­να­στρο­φῆς τους καί ἐ­πη­ρε­ά­σθη­κε βα­θύ­τα­τα. Ἔ­τσι μέ τήν πά­ρο­δο τοῦ χρό­νου, τοῦ δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ὁ πό­θος νά γί­νει κι αὐ­τός, ὅ­πως κι ἐ­κεῖ­νοι, Χρι­στια­νός, μέ­λος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ. Καί τόν ἀ­ξί­ω­σε ὁ Θε­ός μέ βα­θειά συ­ναί­σθη­ση, κρυ­φά βε­βαί­ως ἀ­πό τούς πολ­λούς, νά πά­ρει τό ἅ­γιο βά­πτι­σμα, νά γί­νει Χρι­στια­νός καί νά πά­ρει τό ὄ­νο­μα Χρι­στό­φο­ρος, μέ τόν πό­θο καί τήν εὐ­χή νά φέ­ρει γιά πάν­τα μέ­σα του τόν Χρι­στό καί νά ζεῖ καί νά ἐρ­γά­ζε­ται ὡς Χρι­στό­φο­ρος.

Κά­ποι­α μέ­ρα εἶ­δε στό πε­ρι­βάλ­λον του νά βα­σα­νί­ζον­ται ἀ­πό τούς εἰ­δω­λο­λά­τρες δή­μιους ὁ­ρι­σμέ­νοι Χρι­στια­νοί. Ἡ εὐ­αί­σθη­τη καρ­διά του δέν ἄν­τε­ξε σ’ αὐ­τήν τήν πε­ρί­στα­ση. Βα­πτι­σμέ­νος Χρι­στια­νός αὐ­τός πλέ­ον, αἰ­σθάν­θη­κε τήν ἀ­νάγ­κη νά δι­α­μαρ­τυ­ρη­θεῖ. Πρό­βα­λε τό ἀ­νά­στη­μά του καί τήν μυι­κή του δύ­να­μη καί ἔ­λεγ­ξε μέ δρι­μύ­τη­τα ὅ­σους ἔ­δω­σαν τήν ἐν­το­λή κι ἐ­κεί­νους πού τήν ἐ­φάρ­μο­ζαν. Ἐ­πει­δή ὅ­μως γνώ­ρι­ζε ὅ­τι οἱ δι­ῶ­κτες θά στρέ­φον­ταν γρή­γο­ρα καί ἐ­ναν­τί­ον του, ἔ­πει­τα ἀ­πό συμ­βου­λή καί τῶν γύ­ρω τοῦ Χρι­στια­νῶν, ἔ­φυ­γε καί κα­τέ­φυ­γε σέ μα­κρι­νούς καί ἀ­κα­τοί­κη­τους τό­πους.

Ἐ­κεῖ, ἔ­πει­τα ἀ­πό πολ­λές πε­ρι­πλα­νή­σεις καί κό­πους, με­τά τήν πά­ρο­δο ἡ­με­ρῶν, τόν βρῆ­κε τό στρα­τι­ω­τι­κό ἀ­πό­σπα­σμα, τό ὁ­ποῖ­ο στάλ­θη­κε νά τόν ἀ­να­ζη­τή­σει καί νά τόν ὁ­δη­γή­σει, ζων­τα­νό ἤ νε­κρό, στόν ἄρ­χον­τα. Ὅ­μως, τούς Ρω­μαί­ους αὐ­τούς στρα­τι­ῶ­τες, τό ἀ­νά­στη­μα, ἡ δύ­να­μη, ἡ μορ­φή τοῦ Χρι­στό­φο­ρου τούς ἐν­τυ­πω­σί­α­σε καί συγ­χρό­νως τούς τρό­μα­ξε. Ἀλ­λά τούς σα­γή­νευ­σε ἡ μει­λι­χι­ό­τη­τα, ἡ εὐ­γέ­νεια, ἡ γε­νι­κό­τε­ρη ἀ­ρε­τή τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἡ ἀν­τί­θε­ση ἐμ­φα­νί­σε­ως καί συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς τούς ἐ­ξέ­πλη­ξε. Ἄ­κου­σαν τά λό­για του, τίς συμ­βου­λές καί προ­τρο­πές του· ὅ­λα τους φά­νη­καν οὐ­ρά­νια μη­νύ­μα­τα, καί συγ­κι­νή­θη­καν. Ἦ­ταν καί γι’ αὐ­τούς ἡ ὥ­ρα τῆς Χά­ρι­τος. Ἀ­πο­στάλ­θη­καν γιά νά συλ­λά­βουν τόν Χρι­στο­φό­ρο καί νά τόν ὁ­δη­γή­σουν στόν ἄρ­χον­τα, γιά νά τόν βα­σα­νί­σουν καί νά τόν θα­να­τώ­σουν. Κι αὐ­τοί συ­νε­λή­φθη­καν ἀ­π’ αὐ­τόν καί ὁ­δη­γή­θη­καν στόν Βα­σι­λέ­α Κύ­ριο, γιά νά ἀ­πο­κτή­σουν τή ζω­ή, τήν ἐν Χρι­στῷ ἀ­να­γέν­νη­ση καί τή σω­τη­ρί­α.

Πράγ­μα­τι ὁ Χρι­στό­φο­ρος ὁ­δή­γη­σε τούς στρα­τι­ῶ­τες στήν Ἀν­τι­ό­χεια καί τούς πα­ρου­σί­α­σε στόν Ἐ­πί­σκο­πο Βα­βύ­λα. Ὁ Ἐ­πί­σκο­πος μέ συγ­κί­νη­ση ἄ­κου­σε τά πε­ρι­στα­τι­κά καί μέ θαυ­μα­σμό ἀν­τί­κρυ­σε τό νέ­ο θαῦ­μα τοῦ Χρι­στοῦ καί τῆς πί­στε­ώς του, σέ και­ρό μά­λι­στα δι­ωγ­μοῦ καί ἀ­νάμ­εσ­α σέ δι­ῶ­κτες. Ἐ­δῶ στήν Ἀν­τι­ό­χεια ὁ­λο­κλη­ρώ­θη­κε τό θαῦ­μα. Ὁ Ἐ­πί­σκο­πος μέ πολ­λή ἐ­πι­μέ­λεια φρόν­τι­σε γιά τήν κα­τάλ­λη­λη καί ἐ­παρ­κή, ἔ­στω καί σύν­το­μη, κα­τή­χη­ση τῶν στρα­τι­ω­τῶν καί στή συ­νέ­χεια τούς βά­πτι­σε μέ­σα σέ ἀ­τμό­σφαι­ρα κα­τα­νύ­ξε­ως, ἀλ­λά καί ἐν­θου­σια­σμοῦ, ὕ­μνων καί δο­ξο­λο­γί­ας πρός τόν Κύ­ριο.

Ὅ­μως στόν Χρι­στο­φό­ρο ἐ­πι­φύ­λα­ξε ὁ Θε­ός καί ἄλ­λη δό­ξα: τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου. Κά­πο­τε δη­λα­δή ὁ αὐ­το­κρά­τωρ μέ τά ὄρ­γα­νά του τόν ἀ­νε­κά­λυ­ψε. Καί ἔ­τσι ὅ­πως τόν ἤ­ξε­ρε καί τόν εἶ­δε, ἐν­τυ­πω­σια­κό, δυ­να­τό καί δυ­να­μι­κό, θέ­λη­σε νά τόν κερ­δί­σει ὡς μό­νι­μο στέ­λε­χος τοῦ στρα­τοῦ του. Προ­σπά­θη­σε λοι­πόν νά τόν δε­λε­ά­σει καί νά τόν ἐ­πη­ρε­ά­σει. Κι ὅ­ταν δι­α­πί­στω­σε ὅ­τι ἀ­πο­τυγ­χά­νει, χρη­σι­μο­ποί­η­σε ἄλ­λο μέ­σο. Πο­νη­ρό μέ­σο, ἀλ­λά καί πά­λι εὐ­και­ρί­α δό­ξας τοῦ Κυ­ρί­ου καί τοῦ Μάρ­τυ­ρός του. Ἔ­κλει­σε δη­λα­δή τόν Χρι­στο­φό­ρο στή φυ­λα­κή κι ἐ­κεῖ ἔ­βα­λε δυ­ό ἄ­σε­μνες γυ­ναῖ­κες (τήν Καλ­λι­νί­κη καί τήν Ἀ­κυ­λί­να), γιά νά τόν δε­λε­ά­σουν μέ τά φερ­σί­μα­τά τους. Ἀλ­λά κι αὐ­τές ἀν­τί­κρυ­σαν ὅ,τι στήν ἔ­ρη­μο πρίν ἀ­πό και­ρό εἶ­χαν ἀν­τι­κρύ­σει οἱ Ρω­μαῖ­οι στρα­τι­ῶ­τες. Ὄ­χι, δέν ἦ­ταν δι­ε­φθαρ­μέ­νες φύ­σεις, ἀλ­λά θύ­μα­τα τῶν πε­ρι­στά­σε­ων, τά ὁ­ποῖα κυ­νή­γη­σε ἡ ἀ­γά­πη καί ἡ Πρό­νοι­α τοῦ Θε­οῦ, γιά νά τίς σώ­σει. Μα­λά­κω­σε ἡ ψυ­χή τους, ἐγ­κα­τέ­λει­ψαν τά σχέ­δια τους, ἄ­κου­σαν μέ προ­σο­χή τά λό­για του φυ­λα­κι­σμέ­νου Χρι­στια­νοῦ καί ὁ­λό­ψυ­χα, ὁ­μό­ψυ­χα, δή­λω­σαν με­τά­νοι­α καί πί­στη στόν Χρι­στό. Τήν ἀλ­λα­γή τους αὐ­τή οἱ δυ­ό γυ­ναῖ­κες, Καλ­λί­νι­κη καί Ἀ­κυ­λί­να, τήν ἐ­πι­σφρά­γι­σαν μέ μαρ­τύ­ριο, στό ὁ­ποῖ­ο μέ πεῖ­σμα τίς ὑ­πέ­βα­λαν οἱ δή­μιοι.

Καί τώ­ρα ἡ σει­ρά τοῦ Χρι­στό­φο­ρου. Συγ­κι­νη­μέ­νος ἔ­πει­τα ἀ­πό τό πλῆ­θος τῶν θεί­ων δω­ρε­ῶν, δέ­χθη­κε καί αὐ­τός τό φρι­κτό μαρ­τύ­ριο. Τόν ξά­πλω­σαν σ’ ἕ­να χάλ­κω­μα καί ἄ­να­ψαν ἀ­πό κά­τω φω­τιά, γιά νά ψη­θεῖ. Στή συ­νέ­χεια τόν ἔ­ρι­ξαν σ’ ἕ­να πη­γά­δι καί, ὅ­ταν τε­λι­κά τόν ἔ­βγα­λαν ἀ­πό ἐ­κεῖ σῶ­ο, τοῦ ἔ­κο­ψαν τό κε­φά­λι. Ἔ­τσι τε­λεί­ω­σε ἡ ζω­ή τοῦ θαυ­μα­στοῦ ἀν­θρώ­που, τοῦ με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος Χρι­στό­φο­ρου, πού ὅ­λη ἦ­ταν ἕ­να συ­νε­χές θαῦ­μα μέ πλῆ­θος ἐ­πι­μέ­ρους ἐκ­πλη­κτι­κά θαύ­μα­τα.

Ἡ πα­ρά­δο­ση ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι ὁ Χρι­στό­φο­ρος, μέ τήν πα­ρα­κί­νη­ση κά­ποι­ου μο­να­χοῦ, ἀ­νέ­λα­βε νά με­τα­φέ­ρει στούς ὤ­μους του τα­ξι­δι­ῶ­τες ἀ­πό τή μί­α ὄ­χθη κά­ποι­ου πο­τα­μοῦ στήν ἄλ­λη. Πράγ­μα γι’ αὐ­τόν εὔ­κο­λο, λό­γῳ τοῦ γι­γαν­τια­ίου σώ­μα­τός του καί τῆς δυ­νά­με­ώς του. Κά­ποι­α ἡ­μέ­ρα λοι­πόν ἀ­ξι­ώ­θη­κε νά με­τα­φέ­ρει αὐ­τόν τόν ἴ­διο τόν Χρι­στό, ὁ ὁ­ποῖ­ος πα­ρου­σι­ά­σθη­κε ὡς μι­κρό παι­δί. Ἀ­π’ αὐ­τό τό γε­γο­νός ἀ­πέ­κτη­σε λέ­νε καί τό ὄ­νο­μα Χρι­στο­φό­ρος. Ἀ­π’ αὐ­τήν τήν πα­ρά­δο­ση ἐμ­πνεύ­σθη­καν καί οἱ ση­με­ρι­νοί ὁ­δη­γοί τῶν αὐ­το­κι­νή­των καί ἔ­χουν κά­νει τόν ἅ­γιο Χρι­στο­φό­ρο προ­στά­τη τους. Αὐ­τοῦ τήν πί­στη καί τή ζω­ή ἄς μι­μη­θοῦν, ὅ­πως καί ὅ­λοι μας, γιά νά ἔ­χου­με τήν προ­στα­σί­α καί τίς πρε­σβεῖ­ες του.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἔνθεοι Σάλπιγγες»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου